- επιδοκιμάζω
- επιδοκίμασα, επιδοκιμάστηκα, επιδοκιμασμένος, μτβ., κρίνω κάτι ως δόκιμο (βλ. λ.), το εγκρίνω ως καλό, το αποδέχομαι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιδοκιμάζω — επιδοκιμάζω, επιδοκίμασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιδοκιμάζω — εγκρίνω, αποδέχομαι, επικροτώ («επιδοκιμάζω τις απόψεις σου») … Dictionary of Greek
ἐπιδοκιμάζω — ἐπί δοκιμάζω assay pres subj act 1st sg ἐπί δοκιμάζω assay pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπινεύω — Α επιδοκιμάζω επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπινεύω «συγκατανεύω, επιδοκιμάζω»] … Dictionary of Greek
αίνος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… … Dictionary of Greek
αλληλεπιδοκιμάζομαι — και αλληλο αλληλεπαινούμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επιδοκιμάζω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
αναίνομαι — ἀναίνομαι (Α) 1. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι, αποκρούω, απορρίπτω με περιφρόνηση ή βδελυγμία 2. απαρνούμαι, αποκηρύσσω, δεν αναγνωρίζω 3. αποφεύγω να κάνω κάτι 4. ντρέπομαι, δυσανασχετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + αἴνομαι «βεβαιώνω, δέχομαι,… … Dictionary of Greek
αναβορβορύζω — ἀναβορβορύζω (Α) μουρμουρίζω δυνατά, επιδοκιμάζω φωναχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βορβορύζω «γουργουρίζω», λ. ηχομιμητική] … Dictionary of Greek
αναθορυβώ — ( έω) (Α ἀναθορυβῶ) [θορυβῶ] κάνω θόρυβο, επιδοκιμάζω κάτι θορυβωδώς, επικροτώ κραυγάζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θορυβῶ] … Dictionary of Greek